ἀμφίεσμα, -ματος, τό
vestido, envoltura
ἀμφικεκαλύφθαι ... ἀμφιέσμασινHp.Mul.2.133,
σκεύη τε καὶ οἰκοδομήματα καὶ ἀμφιέσματαPl.R.381a, cf. Plt.281e, D.H.3.61
•de membranas del cuerpo humano
περίβλημα τῶν τενόντωνGal.2.249, cf. 264, 554, de la epidemia, Gal.2.341
•fig. envoltura del alma, e.d., el cuerpo, Pl.Grg.523d, Plot.3.6.18.