< ἀμφιδανής
ἀμφίδαφος >
ἀμφίδᾰσυς
,
-εια, -υ
bordeado de flecos
o simplemente
espeso
de la Egida
Il
.15.309
•
bien poblado
χρυσῷ ... συνήρμοσεν ἀμφιδασείας κόρσας
Simon.160D.