ἀμφίασις, -εως, ἡ


1 vestidura ἀμφίῶν ἀφείλου LXX Ib.22.6, λαμπρὰν ... ἀμφίασιν ἀμφείς Chrys.M.47.303
de un libro envoltura externa, cubierta Sch.Hes.Th.201
fig. de la Virgen τῆς ἐμῆς γυμνότητος ἡ ἀ. Ephr.Syr.3.525D, ὁ κόσμος βέλτιον σχῆμα λαβὼν καὶ ἀ. Mac.Magn.Apocr.4.30.

2 acción de vestir χρήματα καὶ ἱμάτια εἰς διατροφήν καὶ ἀμφίασιν σοῦ Io.D.M.96.1024A, cf. Cat.Cod.Astr.5(3).90.