ἀμφέρχομαι
• Morfología: [aor. ind. ἀμφήλυθε Od.6.122, 12.369; perf. inf. ἀμπεληλεύθν ICr.4.42B.4 (Gortina V a.C.)]
1 rodear
με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀϋτήOd.6.122,
με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμήOd.12.369.
2 intr. girar, pasar, transcurrir (el tiempo)
πεντεκαίδεκ' ἀμέρανς ἀμπεληλεύθνICr.l.c.