ἀμφιάζω
• Alolema(s): ἀμφιέζω An.Ox.2.338, 339
• Morfología: [fut. ἀμφιάσω Alciphr.3.6.3; aor. ἠμφίασα AP 7.368 (Eryc.); aor. med. ἠμφιασάμην Apollod.2.1.2; fut. pas. ἀμφιασθήσ[ον]ται PMur.115.9 (II a.C.); subj. aor. pas. ἀμφιασθῇ Mac.Aeg.M.34.461A]
I
ἀμφιάσει με ἱματίοιςAlciphr.3.6
•c. ac. de pers. vestir, proporcionar vestidos
ἀμφιάσαντες αὐτούςSB 6949.24 (IV a.C.),
αὐτὴν ... ἀμφιάζεσθαιPIand.62.14 (VI a.C.), fig.
τὸν χόρτον ... ὁ θεὸς ... ἀμφιάζειEu.Luc.12.28
•c. ac. int.
ἐσθῆτα ἀμφιάσαιAch.Tat.5.17.10, cf. Polyaen.1.27.2
•pas.
ἀμφιασθήσονταιPMur.l.c., cf. 116 a 9.
2 fig. cubrir, revestir
ὀστέα ... ἠμφίασενde la tumba AP 7.368 (Eryc.),
(σοφίαν) ἠμφίασεν ἀσαφείᾳThem.Or.20.235a,
ὁ δὲ Θεὸς ... ἡμᾶς ... τῇ αὐτοῦ δόξῃ ἀμφιάσειενChrys.M.62.374.
II v. med.
1 vestirse, ponerse c. ac. int.
ἐσθῆτας ἀμφιασάμενοιI.BI 7.131,
σάκκουςI.AI 10.11,
στολισμὸν ἱερόνI.AI 19.314,
τὴν ... δοράνApollod.2.1.2.
2 fig. revestirse
ἠμφιασάμην δὲ κρῖμα ἴσα διπλοΐδιLXX Ib.29.14,
δόξαν δὲ καὶ τιμὴν ἀμφίεσαιLXX Ib.40.10.
• Etimología: Refección tardía de ἀμφιέννυμι sobre los verbos en -άζω.