< ἀμφιτάμνω
ἀμφιτάπης >
ἀμφιτᾰνύω
extender alrededor
ἀμφὶ δὲ δέρμα τάνυσσε βοός
h.Merc
.49,
κόνιν
ZPE
8.13 (Mesembria III/II a.C.).