< Ἀμφιτροπῆσιν
ἀμφιτρυχῆ >
ἀμφιτροχάζω
rodear
(μάχαιραν) ἀμφιτροχάσας ἐκάλυψεν ὁ φλοιός
la corteza rodeando (el cuchillo) lo ocultó
Apollod.1.9.12.