< ἀμφίσμαινα
ἀμφισπάω >
ἀμφισμίλη
,
-ης, ἡ
• Alolema(s):
tb.
ἀμφίσμιλον
, -ου, τό Gal.2.581
sonda de dos extremos útiles
Gal.2.574, l.c., cf. ἀμφίμηλον.