< ἀμφίσβαινα
ἀμφισβᾰτέω >
ἀμφισβασίη
,
-ης, ἡ
discusión
,
controversia
ἐς ἀμφιβασίας τοῖσι ... ἀπικνέεσθαι
Hdt.4.14,
ἐγίνετο λόγων ἀ.
Hdt.8.81, cf.
IPr
.37.116, 129.