ἀμφιπίπτω
1 c. ac. de pers. caer en brazos de, abrazar
γυνὴ ... φίλον πόσινOd.8.523,
ἀσπασίως πολιὴν τροφόνA.R.1.270
•fig. amar
κλυτὸν ἔθνος ΛοκρῶνPi.O.10.98.
2 c. dat. caer en
ὅτε ζηλήμονι νούσῳ ἀμφιπέσῃQ.S.9.349,
προβάτοις συνδεδεμένοιςParth.7.4, abs.
δόχμιαι ἀμφιπεσόντεςdejándose caer de lado Opp.H.4.599
•caer, echarse sobre
ὕπνος δέ οἱ ὄσσ' ἐκάλυψε νήδυμος ἀμφιπεσώνQ.S.1.124
•
ἀμφιπίπτων στόμασινbesando S.Tr.938
•c. dat. instrum. abrazar con
ἀμφιπεσόντος ὀλισθηροῖς μελέεσσινdel pulpo, Opp.H.2.272, abs.
ἀλλ' ἔχει ἀμφιπεσώνla retiene atenazándola (el pulpo a la langosta), Opp.H.2.399.