< ἀμφιπεριφρίσσω
ἀμφιπέτομαι >
ἀμφιπετάννυμι
• Morfología:
[part. aor. ἀμφιπετάσσας]
extender en torno
νῶτον ἑόν
Orph.
L
.6.49.