< ἀμφιπεριίσταμαι
ἀμφιπερικραδάω >
ἀμφιπερίκειμαι
estar rodeado
,
inmerso
τῷ προσχήματι [ὃ ἀμ]φιπερικείμεθα
PGron
.17.22 (III/IV a.C.).