< ἀμφιπερισκαίρω
ἀμφιπεριστέφω >
ἀμφιπεριστείνομαι
llenarse
,
atestarse por completo
ὁππόταν ... πεδία Κρισσαῖα καὶ Ἡφαίσ[το]ιο φάρ[αγγ]ες ἀμφιπεριστείνωνται
Call.
Del
.179.