ἀμφινέμομαι
I
ὌλυμπονIl.18.186,
ΣάμονIl.2.634, cf. 521, 649, Od.19.132, Nonn.D.13.404,
πόλινPi.Fr.119.2,
ἕδρανονNonn.D.13.312,
πεδίονA.R.1.947,
πεδίον τὸ ἈρήιονA.R.3.409,
οὐρανόνQ.S.10.289,
ὄρεος κορυφάςA.R.4.1150,
ῥίονA.R.1.1224,
ῥόονOrph.A.1044,
πόρονOpp.H.3.420.
2 estar situado junto a
μετὰ ... δύ' Ἰχθύες ἀμφινέμονται Ἵππονdetras del Caballo vienen los dos Peces Arat.282
•abs. estar congregado
(αἶγες) σχεδόνQ.S.11.398
•encontrarse, habitar
νόσφινA.R.2.999.
II c. ac. de pers. rodear
σὲ ... πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεταιPi.P.5.14.