ἀμφιμέλας, -μέλαινα, -μέλαν


renegrido φρένες Od.4.661, κόνις de la ceniza de un muerto AP 7.738 (Theodorid.), pero cf. ἀμφιμέλαινα· βαθεῖα, συνετή Hsch., v. ἀμφὶ ... φρένες en ἀμφί A I.