ἀμφιμάχομαι
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 luchar en torno a, sitiar c. ac.
ἼλιονIl.6.461, cf. 9.412,
στρατόνIl.16.73
•abs.
ἤν πως ἐνθάδε πουλὺν ἔτι χρόνον ἀμφιμάχωνταιQ.S.10.32.
2 c. gen. luchar, pelear por
τείχεοςIl.15.391,
νέκυοςIl.18.20,
ἕνεκα τᾶς χώρας ἁμᾶς, τᾶς ἀμφιμαχόμεθαICr.1.9.1.151 (Drero III/II a.C.)
•c. dat.
ἀλλά οἱ ἀμφεμάχοντοQ.S.3.220
•c. prep.
ἀμφιμάχονται ἄστυ περὶ σφέτερονQ.S.12.64.