< ἀμφιμήτωρ
ἀμφιμίγνυμι >
ἀμφιμιγής
,
-ές
1
bien mezclado
Hsch.
2
subst.
σπαρτίον, πρὸς ὃ τὸν μίτον αἱ γυναῖκες προσάγουσιν
Hsch.