ἀμφικρεμής, -ές


1 que cuelga en bandolera φαρέτρη AP 16.212 (Alph.), χλαμύς App.Anth.3.166 (Procl.).

2 que se cierne sobre Εὐβοίης ἀμφικρεμῆ σκόπελον AP 9.90 (Alph.).