ἀμφικλινής, -ές
1 poco firme, incierto, vacilante
χαράPh.2.548,
ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆςProcop.Gaz.M.87.225c.
2 adv. -ῶς:
ἀ. ἔχεινestar en duda Ph.2.171.
χαράPh.2.548,
ἐνδοιασμός ἀμφικλινὴς ... τῆς ψυχῆςProcop.Gaz.M.87.225c.
ἀ. ἔχεινestar en duda Ph.2.171.