< ἀμφίκειμαι
ἀμφικελεμνίς >
ἀμφικείρω
• Morfología:
[aor. pas. ἀμφεκάρη]
cortar alrededor
,
degollar
νήπιος ... κρυμῷ τοὺς ἁπαλοὺς αὐχένας ἀμφεκάρη
AP
9.56 (Phil.).