ἀμφιθλάω
• Alolema(s): jón. ἀμφιφλάομαι Hp.


1 v. act. presionar en torno τὸ δέρμα ἡ σικύη ἀ. Aret.CA 2.1.3.

2 v. pas. quedar contusionado, quedar magullado ἀμφιφλασθείσης τῆς σαρκός Hp.Fract.11, cf. Art.36, 50, Aret.CD 2.6.2, φλέβες δὲ καὶ νεῦρα ... ἀμφιφλᾶται Hp.Fract.45.