ἀμφιετής, -ές
1 de cosas anual
ἀπαρχήCall.Del.278,
ἑκατόμβας πέμφουσιν πάσῃσι ἐν ὥραις ἀμφιέτῃσινOrph.Fr.232.
2 de dioses honrado anualmente epít. de Dioniso, Orph.H.53.1.
ἀπαρχήCall.Del.278,
ἑκατόμβας πέμφουσιν πάσῃσι ἐν ὥραις ἀμφιέτῃσινOrph.Fr.232.