< Ἀμφιέτᾱς
ἀμφίετες >
ἀμφιετεί
• Alolema(s):
ἀμφιέτει
Sud.
adv.
anualmente
,
IG
12(7).62.7 (cj. Keil) (Amorgos IV a.C.), Eust.1385.1
•
ἐν αὐτῷ τῷ ἔτει
Sud.