< ἀμφιέστρια
Ἀμφιέτᾱς >
ἀμφιεστρίς
,
-ίδος, ἡ
capa
,
manto
αἱ δ' ἐφεστρίδες καὶ ἀμφιεστρίδες περιβόλαια ἂν εἶεν
Poll.7.61, cf. 6.10.