< ἀμφιδηριάομαι
ἀμφιδήτιοι >
ἀμφιδήριτος
,
-ον
dudoso
,
incierto
νίκη
Th.4.134, Plb.4.33.8,
τροφή
Corn.
ND
28
•
reñido
μάχη
Plb.35.2.14.