< ἀμφίδεον
ἀμφιδέρκομαι >
ἀμφιδέραιον
,
-ου, τό
• Morfología:
[plu. ἀμφιδέρρεα
AB
202, 388]
collar
Lib.
Decl
.46.17,
AB
202,
ἀμφιδέραια · ψέλια
Hsch., cf.
AB
388.