< ἀμφιβόητος
ἀμφιβολέω >
ἀμφιβολεύς
,
-έως, ὁ
pescador
LXX
Is
.19.8,
PCornell
46.6 (II a.C.), prob.
ἀμφιβολεῦσι (graf. ἀμφιβολεουσι, -ευουσι)
PSI
901.13, 22.