< ἀμφιβληστρεύω
ἀμφιβληστροειδής >
ἀμφιβληστρικός
,
-όν
semejante a una red
,
que sirve de red
(τὸν θῆρα) ... περιειλήφαμεν ἐν ἀμφιβληστρικῷ τινι
Pl.
Sph
.235b.