< ἀμφιβατεύω
Ἀμφίβατος >
ἀμφιβατήρ
,
-ῆρος, ὁ
defensor
,
guardián
κόσμου μοίρας ἐφέπουσι σοφοὶ ἀμφιβατῆρες
Synes.
Hymn
.1.286.