ἀμυντήριος, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I
ὅπλαarmas para la defensa personal Pl.Lg.944d, D.H.5.46, Gal.3.3, cf. Poll.1.133,
τέχναιPl.Lg.920e,
λόγοιPh.1.92,
ὀδόντεςPlu.2.988e.
2 que es un antídoto contra c. gen.
τίκτει δὲ ἡ αὐτὴ γῆ καὶ πόας τῶν δηγμάτων ἀμυντηρίουςAel.NA 12.32,
φάρμακον γήρως ἀμυντήριονAel.NA 6.51,
ἀμυντήριον τοῦ κακοῦ τὸ κέρας καὶ τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνουAel.NA 3.41.
II τὸ ἀμυντήριον
1 protección c. πρός + ac.
τὸ ἀ. πρὸς τὰς τοῦ ἡλίου βολάςLuc.Anach.16,
πρὸς δὲ τοὺς ἀνέμουςAth.Mech.33.1
•plu. medidas preventivas c. gen.
τοῦ μὴ πάσχεινPl.Plt.279c.
2 baluarte, bastión Plb.18.41a.2.
3 plu. armas defensivas D.H.8.67, D.S.3.54, Str.7.3.17, 17.1.54, Onas.20.2
•sg. fig.
ὥσπερ ὁ θεὸς τὸν νάρθηκα τοῖς μεθύουσιν ἐνεχείρισε ... μαλακώτατον ἀμυντήριονPlu.2.714e.
4 instrumento de tortura
τοῖς ἀ. ἐκόλαζονal mártir, Phil.Thm.Ep.M.10.1561C.