ἀμυδρός, -ά, -όν
• Alolema(s): poét. ἀμυδρή Archil.229, Nic.Th.373
• Prosodia: [ᾰ-]
I
χοιράςArchil.l.c.,
γράμματαTh.6.54, D.59.76, Paus.6.15.8, D.C.37.9.2,
ὄψιςPl.Epin.985b,
χρώματαArist.Mete.372a2, cf. Luc.Pisc.16,
φέγγοςArist.Mete.343b13, Longin.17.2,
δάκοςNic.Th.158,
γραμμήPlu.2.564d,
ἀγάλματαPaus.9.11.3,
τὰ εἴδη τῶν ἰχθύωνPaus.10.28.1,
φῶςPh.1.638, cf. Diocl.Fr.175
•fig. vago, confuso
εἶδοςPl.Ti.49a,
(ἐκμαγεῖα)Pl.Tht.195a,
ἀ. τι τυγχάνει ὂν πρὸς ἀλήθειανPl.R.597a,
ἐλπίςPlu.Alc.38,
εἴδωλα ψυχῆςAP 9.234 (Crin.),
τύποςPh.1.279
•oscuro, desconocido
ἀμύδρων ἄνδρων παλάωνAlc.169 a 4.
2 casi imperceptible, débil, flojo
τυπαίNic.Th.358,
τις οἷον ἠχώPlu.2.745e,
πνεύματαHeraclit.All.16,
σφυγμόςAret.CA 2.3.8, SD 1.7.2, cf. Gal.8.659.
3 poco inteligible, oscuro de la acción favorable o nociva de ciertos elementos en el cuerpo,
op. φανερόςHp.Aff.47,
μαντεῖαPl.Ti.72b,
τεκμήριαD.35 praef.,
λόγοςLongin.Rh.p.195, cf. D.H.Comp.94.4.
4 insignificante, débil, sin vigor de cierto animal, Nic.Th.195,
τὸ μὲν δῆγμα ἀ.Philum.Ven.27.2
•fig.
παραδείγματαD.Chr.3.50, cf. 37.11,
ζωήPlu.2.415c,
βροτῶν γένοςMan.4.538.
II débil, corto de vista
ὄψειςPlu.2.920d,
γλήνῃσιν ἀμυδρήNic.Th.373,
ἀ. τὰς ὄψειςPh.1.442
•fig.
ὄργαναPl.Phdr.250b,
συναίσθησιςPhld.Rh.2.6.
III adv. -ῶς
1 borrosamente
βλέπεινArist.HA 537b11,
ὁρᾶνArist.HA 556b19, Paus.8.37.7, Ph.1.538,
ἀκούεινPall.V.Chrys.19 (M.47.70),
τὴν δ' ἔνια μὲν ἀμυδρῶς ἔνια δ' ἀφανῶς (ἔχει)Arist.PA 668a1.
2 débilmente
ἀ. καὶ ἐγγύτατα θανάτουMax.Tyr.10.2.
3 vaga, imprecisamente
ποιεῖνArist.Metaph.985a13,
πάντες ἀ. ... φαίνονται θιγγάνοντεςArist.Metaph.988a23,
αἰνίττεσθαί τιSynes.Prouid.M.66.1248C.
• Etimología: Emparentado c. ἀμυδᾶναι. A pesar de dificultades formales, cf. ἀμαυρός.