< ἀμπτάμενος
Ἀμπῡκίδης >
ἀμπῠκάζω
• Alolema(s):
ἀμπυκίζω
Eust.1280.54
ceñir la cabellera
,
coronar
κισσῷ καὶ στεφάνοισιν
AP
13.6 (Phal.), cf. Paus.Gr.
α
95, Eust.l.c.