< ἄμπαιδες
ἄμπαλος >
ἀμπᾰλίνορρος
,
-ον
• Alolema(s):
ἀμπαλίνωρος
Cratin.73A.
• Prosodia:
[-ῐ-]
que vuelve sobre sus pasos
Cratin.l.c., Philetaer.11 (cj.).