ἀμπίσχω
• Alolema(s): tard. ἀμφίσκω Cels.6.15, Hsch.; ἀμπίσκομαι Gloss.3.272
• Morfología: [sólo pres.]


I v. act.

1 cubrir, recubrir, contener τοίχοισιν δ' ἔπι ἤμπισχεν ἄλλα βαρβάρων ὑφάσματα del caballo de Troya, E.Io 1159, cf. Tr.14
fig. abarcar ἡ βασιλικὴ τέχνη ... δούλους καὶ ἐλευθέρους ἀμπίσχουσα Pl.Plt.311c
rodear, abrazar γόνυ σὸν ἀμπίσχειν χερὶ E.Supp.165
cubrir, invadir ἀμπίσχει δὲ ὁ λειχὴν καὶ γένειόν κοτε ἐν κύκλῳ Aret.SD 2.13.15, ψύξιος πολλῆς ... ἀμπισχούσῃς τὸν ἄνθρωπον Aret.CA 1.4.4
abs. σκότος ἀμπίσχων κρύπτει νεφέλαις E.Hipp.192.

2 vestir con, de c. dos ac. κρίβανον μ' ἀμπίσχετε Ar.V.1153, τοὺς βασιλεύοντας ῥάκι' ἀμπισχών Ar.Ra.1063, ὅς με ῥάκη τ' ἤμπισχε Diog.Fr.5
c. un solo ac. σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν Arist.Pol.1336a17
c. dat. instrum. τοῖς τριβωνίοις ἀμπίσχοντες Socr.Ep.14.10
fig. investir, dotar de ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν Pl.Prt.320c.

II v. med. cubrirse con, vestirse con, ponerse c. ac. τὸ κροχωτίδιον Ar.Ec.332, πέπλους E.IA 1438, ἐκβόλοις ἃ ἀμπίσχομαι E.Hel.422, λεοντῆν Them.Or.21.245b, ἐσθῆτα Cels.l.c., cf. Com.Adesp.611, Orph.A.201
c. dat. τὰς ἐσθῆτας αἷς ἀμπίσχοντο Ph.2.333
vestirse c. adv. καλῶς ἠμπίσχετο Ar.Th.165, λεπτὰ ἠμπίσχετο Philostr.VS 513
abs. οὕτω δὴ ἐς τὸ σῶμα ὅλον ἀμπίσχονται Procop.Goth.2.15.19
fig. καὶ οὐκέτ' ἂν σὺ αὐτὰ ἀμπίσχοιο ref. a argumentos que ya no sirven, Pl.Alc.1.113e, τῆς τῷ ἰδίῳ λόγῳ ἀποίου ὕλης, ποιότητας ἀμφισκομένης Origenes Cels.3.41 (u.l.).