ἀμπέχω
• Alolema(s): tb. ἀμφέχω E.Cyc.344, Pherecr.125A
• Morfología: [impf. med. ἠμπείχετο Pl.Phd.87b, aor. ἠμπέσχον Ar.Lys.1156]
I v. act.
1 cubrir, recubrir
ἄλμην, ἥ οἱ νῶτα ... ἄμπεχενOd.6.225,
ἀτιμίαν ... ἐσθημάτων ... ἥ νιν ἀμπέχειA.Pers.848, cf. E.Cyc.344, AP 7.693 (Apollonid.),
κυνῆ πρόσωπα Θεσσαλίς νιν ἀμπέχειS.OC 314,
τὸν δῆμον ὑμῶν χλαῖναν ἠμπέσχονcubrieron a vuestro pueblo con un manto de lana Ar.Lys.1156.
2 cubrir, invadir
κελαινὴ δ' οὐρανὸν ἀχλὺς ἄμπεχενA.R.2.1104,
ἄστεα ... σκοτερὴ δέ τε ἄμφεχεν ὄρφνηOrph.A.1042,
τῶν τὴν κεφαλὴν ἀμφεχόντων χυμῶνde los humores que invaden la cabeza Aret.CA 1.4.4
•fig.
τοῖόν μιν ἀμήχανον ἄμπεχε πένθοςOpp.H.5.512, cf. Q.S.3.6, 25.
3 rodear, envolver, proteger
δράκοντά θ', ὃς πάγχρυσον ἀμπέχων δέρας σπείραις ἔσῳζεE.Med.480,
Καρχηδὼν πολυήρατον ἀμπέχει ὅρμονD.P.195
•abs.
τὰ ἀμπέχοντα ὑμένιαAret.SA 2.2.8.
II v. med. vestirse, cubrirse con, de, ponerse c. ac. doble
δέρμα δ' ὁ μὲν ταύροιο ... ἀμφέχετ' ὤμουςllevaba una piel de toro en los hombros A.R.1.324
•c. ac. de cosa, esp. prendas de vestir
πέπλουςE.Med.1159,
χιτώνιονAr.Ec.374,
(ἱμάτιον)Ar.Ec.540,
τριβῶνιονAr.Pl.897,
τρίβωναLuc.Peregr.15,
ἐσθῆταLuc.Somn.11,
τηβένναςD.H.6.13, cf. Eub.37, X.Cyn.6.17, Str.15.1.8, 17.3.7, D.C.46.31.2
•c. dat. instrum.
χλανιδίοις ἀμπέχεσθαι λεπτοῖςD.H.7.9, en v. pas.
ἠμπέσχετο πορφυρίσιν ὁ νεκρόςI.AI 17.197
•fig.
τῇ σῇ γὰρ δόξῃ μνῆμα τόδ' ἀμπέχεταιAP 7.46,
ὁ νοῦς ὁ μήτε κακίᾳ μήτε ἀρετῇ ἀμπεχόμενοςPh.1.76
•c. ac. adv.
ἐπαρίστερ' οὕτως ἀμπέχει;¿así te vistes, echando tu manto hacia el lado izquierdo? Ar.Au.1567,
λευκὸν ἀμπέχει;¿te vistes de luto? Ar.Ach.1024
•c. adv.
μήδ' ἀγροίκως <πως> ἄνω <τοῦ> γόνατος ἀμφέξει;Philetaer.19,
ἀμπεχόμενον ... περιττῶςextravagantemente vestido Plu.Demetr.41
•abs.
ἀμπεχόμενοι op. γυμνοίvestidos de los vivos, que tienen cuerpo, op. a los muertos, Pl.Grg.523c, Arist.Pr.867a19, cf. Thphr.HP 4.4.5.
• DMic.: a-pi-e-ke (?).