ἀμπέλιον, -ου, τό
I
τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτιHp.Nat.Mul.109, cf. Mul.1.78, Hsch.
2 viñedo, PStras.29.39 (III a.C.).
II dim. de ἄμπελος plu. cepitas
κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμέναAr.Ach.512, cf. Pax 596, Hsch.
τὸ ἀμπέλιον τρίβων χλωρὸν ἐν μέλιτιHp.Nat.Mul.109, cf. Mul.1.78, Hsch.
κἀμοὶ γάρ ἐστι τἀμπέλια κεκομμέναAr.Ach.512, cf. Pax 596, Hsch.