ἀμπέλινος, -ον


I 1de la vid, de vid καρπός Hdt.1.212, I.AI 2.66, οἶνος Hdt.2.37, 60, Polyaen.4.3.32, Plu.2.648e, ὀπώρα Plu.2.692e, φύλλα Arist.PA 668a21, κλήματα Plu.Caes.9, κλῆμα AP 9.375, στέφανος Callix.2, ἀμπέλινα μοσχεύματα plantones de vid, cepas, PCair.Zen.159.5 (III a.C.)
subst. τὸ ἀ. vino Ach.Tat.2.2.3.

2 de sarmiento βακτηρία Plb.29.27.5, cf. Euph.132, Philoch.194, τέφρα Gp.4.15.11
subst. sarmientos δεσμεύοντες ἀμπέλινα PMil.Vogl.69B.19 (II a.C.).

3 del color de la vid ἱμάτιον PHamb.10.27 (II a.C.).

II fig. borracho γρῆυς AP 7.384 (Marc.Arg.).