< ἀμπνύω
ἄμποτε >
ἀμποτάομαι
subir volando
γενοίμαν αἰετὸς ... ὡς ἀμποταθείην ὑπὲρ ἀτρυγέτου γλαυκᾶς ... λίμνας
S.
Fr
.476.