< ἀμπλᾰκία
ἀμπλᾰκίσκω >
ἀμπλάκιον
,
-ου, τό
• Prosodia:
[-ᾰ-]
falta
,
pecado
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀ.
Pi.
P
.11.26.