< ἀμπελοφόριμος
ἀμπελοφύλαξ >
ἀμπελοφόρος
,
-ον
apto para el cultivo de viñas
σπιλάς
Thphr.
CP
2.4.4,
(γῆ)
(tierra) que produce viñas
,
PTeb
.82.10 (II a.C.).