ἀμουσία, -ας, ἡ
I
2 incultura, falta de gusto o refinamiento
τό σκαιὸν εἶναι πρῶτ' ἀμουσίαν ἔχειE.Fr.1033, cf. Lobo Argiuus en D.L.1.91, Pl.Alc.7120b, R.403c, Plu.2.7b, Varro Sat.Men.350
•c. inf.
ἀμουσία τοι μηδ' ἐπ' οἰκτροῖσιν δάκρυ στάζεινE.Fr.407, cf. Pl.Ly.206b
•c. gen.
ἀ. ἤθουςPh.1.484.
II
κινεῖ δὲ ἡμᾶς ἡ εὐμουσία, ἐνοχλεῖ δὲ ἡ ἀ.Placit.4.20.2
•personif.
ὁ μὲν γὰρ υἱὸς ἦν Μούσης, οἱ δὲ ἐκ τῆς Ἀμουσίας αὐτῆς γεγόνασιD.Chr.32.61.
2 desconocimiento de la música
ἡ μουσικὴ καὶ ἡ ἀ.Arist.GC 319b27, cf. Plot.5.8.1, Plu.2.711c, Ph.1.502.