ἀμολγός, -οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
I subst.
1 (ἐν) νυκτὸς ἀμολγῷ en plena noche, en la oscuridad de la noche, Il.11.173, 15.324, 22.28, 317, Od.4.841, h.Merc.7, h.Hom.18.7
•la oscuridad (de la noche)
προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόνA.Fr.103,
δι' ἀμολγοῦ, νυκτὸς ἐν ἡσυχίαισινOrph.H.34.12, cf. quizá ICr.2.19.7.10 (Falasarna, Creta IV a.C.)
•expl. de varias maneras por los comentaristas,
τῷ μεσονυκτίῳ, ἤτοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, ἐν ᾗ ἀμέλγουσινHsch.s.u. ἀμολγῷ,
ἢ τὸν τοῦ ἀμέλγειν καιρόν. διττὸς δὲ αὐτός, ἢ ἑῷος ἢ ἑσπέριος. καὶ ἄλλως δὲ, ἀμολγὸς νυκτὸς τὸ πυκνὸν ... Ἀχαιοὶ δὲ ... ἀμολγὸν τὴν ἀκμήν φασιν, ὡς εἶναι νυκτὸς ἀμολγὸν τὴν ἀκμὴν ἤτοι τὸ μέσονEust.1018.22, cf. 1255.5,
ἀμολγός· σημαίνει ... ἀωρίαν, σκότοςEM 1114, cf. 1098.
2 ordeñador
ἀ., ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβαταEM 129.8G.
•fig. chupón, explotador de políticos
ἀμολγοί· οἱ ἀμέλγοντες τὰ κοινὰ καὶ διαφοροῦντες τὰ δημόσιαPaus.Gr.α 90, cf. Hsch.s.u. ἀμολγοί,
ἀμολγοὺς δὲ τοὺς ἐξαμέλγοντας καὶ ἁρπάζονταςEM 1114.
3 colodra
σκεῦος ἐν ᾧ ἀμέλγουσι τὸ γάλα οἱ ποιμένεςEM 1114
•tonel (?)
σημαίνει ... καὶ ξύλινον οἰνοφόρονEM 1114.
4
φλογμός(quizá ref. al mediodía, cf. ἀμολγάζει) EM 1114.
II adj. -ός, -όν negro
ἀμολγὸν νύκταE.Fr.104,
σημαίνει μέλανEM 1114.
• Etimología: Tradicionalmente se ha rel. c. ἀμέλγω, pero recientemente se ha puesto en duda, prob. con razón.