ἀμοιρέω
• Grafía: inf. graf. ἀμυρεῖν Hsch.


I c. gen.

1 carecer de, verse privado de φυσιογνωμονίης Hp. en Gal.19.530, τούτων Phld.Rh.p.85Aur., θἀτέρου Phld.Rh.2.127, ἐλπίδος χρηστῆς Ph.2.9, τῶν γὰρ ἐφικτῶν οὐδενός Ph.2.218, ταφῆς I.AI 8.240, χάριτος οὐδεμιᾶς Plu.Alex.23, φιλοσοφίας Plu.2.8a, τοῦ εἰκότος Plu.2.1013b, παραμυθίας Plu.2.242f, δείξεως A.D.Synt.114.27, τῆς τοιαύτης σημασίας A.D.Synt.204.7, προσώπων ἡ μετοχὴ ἀ. A.D.Synt.82.27, ἱματίων Procop.Goth.4.19.17, τῆς ἐλλάμφεως τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ Steph.in Hp.1.222
tb. abs. ἀμοιροῦντα δὲ ξηραίνεται las que carecen (de agua) se secan, Placit.1.3.1.

2 no sacar provecho de τῆς ἀγαθουργοῦ τῶν ἀστέρων ἀπορροίας Iul.Laod. en Cat.Cod.Astr.4.104.

II abs. inutilizarse, ser inútil ἡ κατασκευασθεῖσα ὑφ' ἡμῶν διόπτρα Hero Dioptr.188.20.