ἀμοιβάδιος, -α, -ον
• Alolema(s): fem. poét. ἀμοιβαδίη AP 12.238, Q.S.5.65
• Prosodia: [ᾰμοιβᾰ-]
que se turna, por turnos
ἀλλήλοις παρέχουσιν ἀμοιβαδίην ἀπόλαυσινAP l.c.,
ἀμοιβαδίοισι κυπέλλοιςOpp.C.4.349,
χερσὶν ἀμοιβαδίῃςQ.S.l.c.,
ἀμοιβαδίων ἱερέωνGr.Naz.M.37.553A, cf. ép. en ZPE 6.154.