ἀμισθί
• Alolema(s): ἀμισθεί ICr.2.12.9.5 (Eleuterna, Creta V a.C.), D.24.99, POxy.729.9 (II a.C.)
• Prosodia: [-ῐ Archil.96]


adv.

I 1sin ganar nada, sin cobrar, gratuitamente ἀ. γὰρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν Archil.96, ἀμισθεὶ ταῦτα ποιήσομεν D.l.c., ἀ. συντελεῖν Aristeas 258, ἅπασι δοθῆναι ο]ἰκίας τοῖς Λεβεδίοις ἀ. SIG 344.6 (Teos IV a.C.), ἀ. καὶ ἀσιτὶ ἠργάσαντο LXX Ib.24.6, παρέχοντος αὐτοῖς κατ' ἔτος ἀ. ὄνους δεκάπεντε POxy.729.9 (II a.C.), θεριοῦμέν σοι ἀμισ[θ]εὶ ἡμέραν μίαν PSarap.51.18 (II a.C.), cf. quizá ICr.l.c.

2 sin recompensa οὐ χρημάτων μόνον, ἀλλὰ καὶ δόξης ... ἀ. ningún tipo de recompensa, ni de dinero, ni de gloria Plu.Arist.3, ἐπαινεθέντες ἀ. sin recompensa, excepto la alabanza Brut.Ep.38, cf. Clem.Al.Strom.4.22.136.

II sin pagar, gratis ἀμισθὶ ταύταις (sc. νομαῖς) ἐχρῶντο usaban de ellos (de los pastos) sin pagar I.AI 16.291, cf. 1.251, ὅπως οἱ πένητες ... ἀ. θεάσασθαι δύνωνται Plu.CG 12, τὴν ἀλήθειαν οὐκ οἴεσθαι δεῖν θεωρεῖν ἀ. Iambl.Protr.9
fig. οὔ τἂν ἀ. τοὺς ἐμοὺς στρατηλάτας ... ἐξέπεμπες ἂν χθονός te costaría caro haber echado a mis jefes de esta tierra E.Tr.409.