< Ἀμειράκη
ἀμεῖς· >
ἀμείρω
privar
c. gen.
τιμᾶς
Pi.
P
.6.27
•
abs. Gal.19.77, Hsch.s.u.
ἀμείρεσθαι
,
ἀμείροντες
; v. tb. ἀμέρδω.