ἀμετάστρεπτος, -ον
1 no desviable
εἱμαρμένηMax.Tyr.5.5,
ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάριςPOxy.705.62 (III a.C.).
2 adv. -ως sin dar la vuelta, por una cara
πεσσόμενος ἄρτος ἀ.Quint.Os.7.8.
εἱμαρμένηMax.Tyr.5.5,
ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάριςPOxy.705.62 (III a.C.).
πεσσόμενος ἄρτος ἀ.Quint.Os.7.8.