< ἀμετασάλευτος
ἀμετάστατος >
ἀμετάσμενος
que no se vuelve atrás
,
que no cambia de opinión
ὁμολογῶ ἑκὼν καὶ ἀ. [μεμι]σθῶσθ[αι] παρ' ὑμῶν
PFlor
.285.7 (VI a.C.).