ἀμετάλλακτος, -ον
1 no mistificado
τὴν ἀληθῆ καὶ ἀμετάλλακτον (τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα)Eus.M.20.1545A.
2 inalterable subst.
τὸ ἀμετάλλακτον αὐτῶνI.AI 18.24,
τὸ συνεχὲς καὶ ἀ. τῆς διακοσμήσεωςDam.Pr.370.
τὴν ἀληθῆ καὶ ἀμετάλλακτον (τοῦ Χριστοῦ εἰκόνα)Eus.M.20.1545A.
τὸ ἀμετάλλακτον αὐτῶνI.AI 18.24,
τὸ συνεχὲς καὶ ἀ. τῆς διακοσμήσεωςDam.Pr.370.