< ἀμέσω
ἀμετάβατος >
ἀμετάβαλος
,
-ον
gram.
inmutable
ref. a las líquidas porque no cambian en el futuro
τὸ λ ὑγρὸν καὶ ἀμετάβαλον
PLond
.inv.37533.238, 239, 240, 244, cf. ἀμετάβολος.